Ο αριθμός των ατόμων που διαγιγνώσκονται με νευροαναπτυξιακές ασθένειες, όπως οι διαταραχές του αυτιστικού φάσματος και ελλειμματικής προσοχής έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Αυτό θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα της καλύτερης διάγνωσης των παθήσεων, αλλά οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορεί να συμβάλλουν σε αυτή την αύξηση.
Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, ορισμένες κοινές χημικές ουσίες που βρίσκονται σε κοινά προϊόντα προσωπικής φροντίδας και οικιακής χρήσης, βλάπτουν τα ολιγοδενδροκύτταρα, εξειδικευμένα κύτταρα του εγκεφάλου που δημιουργούν τα περιβλήματα μυελίνης στα νευρικά κύτταρα. Οι ερευνητές υποδεικνύουν ότι η έκθεση σε αυτές τις χημικές ουσίες θα μπορούσε να οδηγήσει σε νευροαναπτυξιακές και νευρολογικές παθήσεις, όπως διαταραχές του φάσματος του αυτισμού, διαταραχές ελλειμματικής προσοχής και σκλήρυνση κατά πλάκας.
Οι ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Case Western Reserve στις ΗΠΑ αξιολόγησαν την επίδραση ενός ευρέος φάσματος χημικών ουσιών σε απομονωμένα ολιγοδενδροκύτταρα, οργανοειδή συστήματα και αναπτυσσόμενους εγκεφάλους ποντικών. Διαπίστωσαν ότι δύο κατηγορίες– τα οργανοφωσφορικά επιβραδυντικά φλόγας (OPFRs) και οι ενώσεις τεταρτοταγούς αμμωνίου (QACs), προκάλεσαν είτε βλάβες είτε το θάνατο των ολιγοδενδροκυττάρων, ωστόσο δεν επηρέασαν άλλα εγκεφαλικά κύτταρα.
Δυο κατηγορίες κοινών χημικών ουσιών
Η παραγωγή ολιγοδενδροκυττάρων ξεκινά κατά τη διάρκεια της εμβρυϊκής ανάπτυξης, με την πλειονότητα αυτών των κυττάρων να παράγεται κατά τα δυο πρώτα χρόνια ζωής. Τα ώριμα ολιγοδενδροκύτταρα είναι υπεύθυνα για την κατασκευή και τη διατήρηση των περιβλημάτων μυελίνης που προστατεύουν τα νευρικά κύτταρα και επιταχύνουν τη μετάδοση των νευρικών ώσεων.
«Τα ολιγοδενδροκύτταρα είναι ένας τύπος γλοιακών κυττάρων στον εγκέφαλο που ρυθμίζουν διάφορες ζωτικές φυσιολογικές λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής του μανδύα μυελίνης. Ως εκ τούτου, η μελέτη του τρόπου με τον οποίο οι περιβαλλοντικές χημικές ουσίες ρυθμίζουν αυτά τα κύτταρα είναι σημαντική και κρίσιμη για την κατανόηση της αιτιολογίας διαφόρων ασθενειών», εξήγησε ο Δρ. Σούβαρις Σάρκαρ, επίκουρος καθηγητής περιβαλλοντικής ιατρικής και νευροεπιστήμης στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ.
Οι ερευνητές δημιούργησαν προγονικά κύτταρα ολιγοδενδροκυττάρων (OPCs) από πολυδύναμα βλαστοκύτταρα ποντικού. Στη συνέχεια εξέθεσαν τα κύτταρα αυτά σε 1.823 διαφορετικές χημικές ουσίες για να εκτιμήσουν αν επηρέαζαν την ικανότητα των κυττάρων να αναπτυχθούν σε ολιγοδενδροκύτταρα. Πάνω από το 80% των χημικών ουσιών δεν είχαν καμία επίδραση στην ανάπτυξη των ολιγοδενδροκυττάρων. Ωστόσο, 292 ήταν κυτταροτοξικές, δηλαδή σκότωσαν τα ολιγοδενδροκύτταρα, ενώ 47 ανέστειλαν τη δημιουργία ολιγοδενδροκυττάρων.
Τα οργανοφωσφορικά επιβραδυντικά φλόγας, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα ηλεκτρονικά είδη και στα έπιπλα, ανέστειλαν τη δημιουργία ολιγοδενδροκυττάρων. Οι τεταρτοταγείς ενώσεις αμμωνίου, οι οποίες περιέχονται σε πολλά προϊόντα προσωπικής φροντίδας και απολυμαντικά, σκότωσαν τα κύτταρα.
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης αν οι χημικές ουσίες είχαν παρόμοια επίδραση στα αναπτυσσόμενα ολιγοδενδροκύτταρα στους εγκεφάλους ποντικών. Όταν χορήγησαν τεταρτοταγείς ενώσεις αμμωνίου (QACs) στα ποντίκια, διαπίστωσαν ότι οι ουσίες αυτές διέσχισαν με επιτυχία τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και συσσωρεύτηκαν στον εγκεφαλικό ιστό. Οι ουσίες αυτές σκότωσαν ολιγοδενδροκυτταρικά κύτταρα σε πολλές περιοχές του εγκεφάλου, γεγονός που δείχνει ότι μπορεί να αποτελούν κίνδυνο για τον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο.
Οι άνθρωποι έρχονται καθημερινά σε επαφή με αυτές τις χημικές ουσίες, σύμφωνα με τον Τζάγκντις Κουμπτσαντάνι, καθηγητή δημόσιας υγείας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Νέου Μεξικού, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.
«Δυστυχώς, τα προϊόντα αυτά χρησιμοποιούνται ευρέως, όπως για την παρασκευή βαφών, βερνικιών, κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, ρητινών, απολυμαντικών και προϊόντων προσωπικής φροντίδας» σημείωσε.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές αξιολόγησαν τα επίπεδα οργανοφωσφορικών στα οποία είχαν εκτεθεί παιδιά ηλικίας 3-11 ετών, χρησιμοποιώντας σύνολα δεδομένων από την Εθνική Έρευνα για την Υγεία και τη Διατροφή (NHANES) των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ, η οποία κατέγραψε τα επίπεδα του μεταβολίτη δις (1,3-διχλωρο-2-προπυλο) φωσφορικού άλατος (BDCIPP) στα ούρα τους.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα παιδιά με τα υψηλότερα επίπεδα BDCIPP είχαν από 2 έως 6 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν μαθησιακές δυσκολίες ή κινητική δυσλειτουργία σε σχέση με εκείνα που είχαν χαμηλότερα επίπεδα. Αυτό αποτελεί ισχυρή απόδειξη μιας θετικής συσχέτισης μεταξύ της έκθεσης σε οργανοφωσφορικά επιβραδυντικά φλόγας και της «φτωχής» νευροανάπτυξης, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα.
Πώς να αποφύγετε αυτές τις χημικές ουσίες
«Συστήνουμε τη μείωση της κατανάλωσης αυτών των προϊόντων. Συγκεκριμένα, οι έγκυες, τα παιδιά και τα άτομα με χρόνιες ασθένειες θα πρέπει να αποφεύγουν τη χρήση αυτών των χημικών ουσιών» τόνισε ο ερευνητής.
Ωστόσο ο Δρ. Σάρκαρ συνέστησε προσοχή κατά την ερμηνεία των ευρημάτων, αλλά συμφώνησε ότι μπορεί να αποτελέσουν βάση για μελλοντικές μελέτες.
«Παρόλο που ο ρόλος των ολιγοδενδροκυττάρων έχει τεκμηριωθεί στην ανάπτυξη ασθενειών όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας και ο αυτισμός, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα ευρήματα αυτής της μελέτης με προσοχή. Οι άνθρωποι είναι πολύ πιο πολύπλοκα όντα από τα κύτταρα σε ένα τρυβλίο Πέτρι» πρόσθεσε.
«Οι συγγραφείς επεσήμαναν επίσης το γεγονός ότι αυτή η μελέτη μπορεί να αποτελέσει τη βάση, αλλά χρειαζόμαστε πολύ περισσότερες επιδημιολογικές και θεμελιώδεις μελέτες προτού ισχυριστούμε ότι αυτές οι ενώσεις μπορούν να προκαλέσουν άμεσα κάποιες από τις ασθένειες που αναφέρθηκαν», πρόσθεσε.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Nature Neuroscience».