Μελέτη υπογραμμίζει τις σημαντικές κοινωνικοοικονομικές, εποχιακές και άλλες διαφορές για αρκετές αυτοάνοσες διαταραχές και παρέχει νέα στοιχεία για τις πιθανές αιτίες πίσω από αυτές τις ασθένειες.

Τα αυτοάνοσα νοσήματα εκδηλώνονται όταν διαταράσσεται ο φυσιολογικός ρόλος του ανοσοποιητικού συστήματος στην άμυνα κατά των λοιμώξεων, με αποτέλεσμα να επιτίθεται κατά λάθος στα φυσιολογικά υγιή κύτταρα του σώματος.

Τέτοιες παθήσεις είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο διαβήτης τύπου 1 και η σκλήρυνση κατά πλάκας. Οι γνωστές αυτοάνοσες παθήσεις είναι πάνω από 80.

Κάποιες από αυτές, όπως ο διαβήτης τύπου 1, έχουν αυξηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, εγείροντας το ερώτημα εάν η συνολική επίπτωση των αυτοάνοσων διαταραχών αυξάνεται, πιθανώς λόγω κοινών περιβαλλοντικών παραγόντων ή αλλαγών στη συμπεριφορά.

Τα ακριβή αίτια των αυτοάνοσων νοσημάτων, ιδιαίτερα όσα αφορούν στη γενετική προδιάθεση ή τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, παραμένουν επίσης σε μεγάλο βαθμό ένα μυστήριο και υπόκεινται σε διαρκή έρευνα.

Επειδή κάποια αυτοάνοσα νοσήματα είναι σπάνια και επειδή υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τύποι αυτοάνοσων νοσημάτων, είναι πολύ δύσκολο να γίνουν μεγάλες μελέτες και να οδηγήσουν σε αξιόπιστες εκτιμήσεις που θα απαντούν σε αυτά τα ερωτήματα.

Κοινοπραξία ειδικών στην επιδημιολογία, τη βιοστατιστική, τη ρευματολογία, την ενδοκρινολογία και την ανοσολογία, από το βελγικό πανεπιστήμιο Λέβεν, το University College του Λονδίνου, το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, το Imperial College του Λονδίνου, το Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ, το Πανεπιστήμιο του Leicester και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις σε μερικές από αυτές τις ερωτήσεις.

Η μελέτη χρησιμοποίησε ένα πολύ μεγάλο σύνολο ανώνυμων ηλεκτρονικών αρχείων υγείας στο Ηνωμένο Βασίλειο από 22 εκατομμύρια άτομα για τη διερεύνηση 19 από τις πιο κοινές αυτοάνοσες ασθένειες.

Οι συγγραφείς εξέτασαν εάν τα κρούσματα αυτοάνοσων νοσημάτων αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου, ποιος επηρεάζεται περισσότερο από αυτές τις καταστάσεις και πώς μπορεί να συνυπάρχουν διαφορετικά αυτοάνοσα νοσήματα.

Διαπίστωσαν ότι αυτές οι 19 αυτοάνοσες ασθένειες που μελετήθηκαν, επηρεάζουν περίπου το 10% του πληθυσμού – το 13% των γυναικών και το 7% των ανδρών. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο από προηγούμενες εκτιμήσεις, οι οποίες κυμαίνονταν από 3% έως 9% και συχνά βασίζονταν σε μικρότερα μεγέθη δειγμάτων και περιλάμβαναν λιγότερες αυτοάνοσες διαταραχές.

Βρήκαν επίσης στοιχεία κοινωνικοοικονομικών, εποχιακών και άλλων ανισοτήτων μεταξύ πολλών αυτοάνοσων διαταραχών. Αυτά υποδηλώνουν ότι τέτοιες παραλλαγές είναι απίθανο να αποδοθούν μόνο σε γενετικές διαφορές και μπορεί να υποδεικνύουν τη συμμετοχή δυνητικά τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου όπως το κάπνισμα, η παχυσαρκία ή το άγχος που συμβάλλουν στην ανάπτυξη ορισμένων αυτοάνοσων νοσημάτων.

Τέλος, η έρευνα επιβεβαίωσε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ένα άτομο με ένα αυτοάνοσο νόσημα είναι πιο πιθανό να αναπτύξει ένα δεύτερο σε σύγκριση με κάποιον χωρίς αυτοάνοσο νόσημα. Αυτά τα ευρήματα αποκαλύπτουν νέα μοτίβα που πιθανότατα θα επικαιροποιήσουν τον σχεδιασμό των επόμενων ερευνών σχετικά με πιθανές κοινές αιτίες πίσω από διάφορες αυτοάνοσες παθήσεις.

«Παρατηρήσαμε ότι ορισμένες αυτοάνοσες ασθένειες έτειναν να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες συν-νοσηρότητας από ό,τι θα αναμέναμε. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ορισμένα αυτοάνοσα νοσήματα έχουν κοινούς παράγοντες κινδύνου, όπως είναι η γενετική προδιάθεση ή οι περιβαλλοντικοί παράγοντες. Διαπιστώσαμε ότι αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τα ρευματικά και τα ενδοκρινικά νοσήματα. Η σκλήρυνση κατά πλάκας, για παράδειγμα, είχε χαμηλά ποσοστά συν-νοσηρότητας με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα, υποδηλώνοντας μια ξεχωριστή παθοφυσιολογία» δήλωσε η πρώτη συγγραφέας Δρ. Nathalie Conradαπό το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης.

«Η μελέτη μας υπογραμμίζει τη σημαντική επιβάρυνση από τα αυτοάνοσα νοσήματα στα άτομα και στο γενικό πληθυσμό. Υπάρχει, επομένως, ανάγκη να αυξηθεί η έρευνα με στόχο την κατανόηση των υποκείμενων αιτιών αυτών των παθήσεων, προκειμένου να υποστηριχθεί η ανάπτυξη στοχευμένων παρεμβάσεων για τη μείωση της συμβολής των περιβαλλοντικών και κοινωνικών παραγόντων κινδύνου» δήλωσε η ανώτερη συγγραφέας της μελέτης, καθηγήτρια Geraldine Cambridge από το Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου.

πηγή: onmed.gr

(Επισκέφθηκε 15 φορές, 1 επισκέψεις σήμερα)